- ριζικάρης
- οθηλ. -α εκείνος που έχει καλό ριζικό, τυχερός: Η κόρη τους είναι πολύ ριζικάρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ριζικάρης — ο, θηλ. ριζικάρα, ουδ. ριζικάρικο, Ν [ριζικό] αυτός που έχει καλό ριζικό, καλότυχος … Dictionary of Greek